νηριτοτρόφος: Difference between revisions

27
(6_15)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηρῑτοτρόφος''': -ον, ([[νηρίτης]]) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.
|lstext='''νηρῑτοτρόφος''': -ον, ([[νηρίτης]]) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηριτοτρόφος]], -ον (Α)<br />(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηρίτης]] «[[κοχύλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}