νηλεόποινος: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui châtie sans pitié.<br />'''Étymologie:''' [[νηλεής]], [[ποινή]].
|btext=ος, ον :<br />qui châtie sans pitié.<br />'''Étymologie:''' [[νηλεής]], [[ποινή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νηλεόποινος]], -ον (Α)<br />(επίθ. για τις <i>Κῆρες</i>, αδελφές του Θανάτου, κόρες της Νυκτός) αυτός που τιμωρεί [[χωρίς]] [[έλεος]], σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηλεής]] «[[άσπλαχνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]), <b>πρβλ.</b> <i>νή</i>-<i>ποινος</i>, <i>υστερό</i>-<i>ποινος</i>].
}}
}}