νοήρης: Difference between revisions

27
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοήρης''': -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ [[φρενήρης]], χειρῶν νοῆρες [[ἔργον]], τὸ [[μετὰ]] σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.
|lstext='''νοήρης''': -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ [[φρενήρης]], χειρῶν νοῆρες [[ἔργον]], τὸ [[μετὰ]] σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοήρης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει πνευματική [[ευστροφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
}}
}}