νότα: Difference between revisions

1,454 bytes added ,  29 September 2017
27
(6_11)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νότα''': ἡ, τὸ Λατ. nota,= [[σημεῖον]], [[σύμβολον]], Ἀναστ. Σιν, 85Α.
|lstext='''νότα''': ἡ, τὸ Λατ. nota,= [[σημεῖον]], [[σύμβολον]], Ἀναστ. Σιν, 85Α.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[φθογγόσημο]]<br /><b>2.</b> [[χρώμα]], [[χροιά]] ήχου ή τόνου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] ή [[κατάσταση]] που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη [[διάθεση]] («η [[παρουσία]] του αποτέλεσε μια ευχάριστη [[νότα]] στη ζωή μας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] με τις νότες του» — έχει τις ιδιοτροπίες του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nota</i> «[[σημείο]], [[στίγμα]]», (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>note</i>)].———————— <b>(II)</b><br />η (Μ [[νότα]])<br /><b>(διπλ.)</b> [[είδος]] επίσημου εγγράφου που ανταλλάσσεται [[μεταξύ]] του υπουργείου τών εξωτερικών μιας πολιτείας και τών ξένων διπλωματικών αντιπροσώπων που βρίσκονται σε αυτήν, [[διακοίνωση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείο]], [[σύμβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>nota</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nota</i> «[[σημείο]], [[στίγμα]]»].
}}
}}