πάφλασμα: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bruit de l’eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bruit de l’eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[παφλάζω]]<br />ο [[ήχος]] τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην [[ακτή]], το [[ανάβρασμα]], [[παφλασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θόρυβος]] του νερού που τρέχει ορμητικά<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] υγρού που βράζει, [[κοχλασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παφλάσματα</i><br />οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.
}}
}}