περιστεφής: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ [[περιστέφω]]<br />αυτός που περιβάλλεται από [[παντού]] σαν με [[στεφάνι]], [[στεφανωμένος]] [[ολόγυρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει [[κάτι]], που περικυκλώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιστεφῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο περιστεφή.
}}
}}