πλησίασμα: Difference between revisions

33
(6_21)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλησίασμα''': τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλῆσμα]].
|lstext='''πλησίασμα''': τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλῆσμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[πλησιάζω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλησιάζω]], [[προσέγγιση]], [[ζύγωμα]], [[σίμωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]]<br /><b>2.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], [[συνουσία]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει [[κάτι]], να πλησιάζει η ώρα του<br /><b>4.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] παραπλήσιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ομοιότητα]].
}}
}}