περιοδεύσιμος: Difference between revisions

32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοδεύσιμος''': -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.
|lstext='''περιοδεύσιμος''': -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ [[περιόδευσις]]<br />αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να περιοδεύσει.
}}
}}