οὐγγία: Difference between revisions

29
(6_9)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐγγία''': ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ [[ὀγκία]] Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. [[λίτρα]].
|lstext='''οὐγγία''': ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ [[ὀγκία]] Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. [[λίτρα]].
}}
{{grml
|mltxt=και ουγκιά, η (AM [[οὐγγία]] και οὐγκία, Α και [[ὀγκία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους σε διάφορες χώρες, που [[σήμερα]] ισούται με 28,34 γραμμάρια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[δωδεκατημόριο]] του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>uncia</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>unus</i> «[[ένας]]»), <b>πρβλ.</b> ιρλδ. <i>unga</i>, γοτθ. <i>unkja</i>, αρχ. αγγλοσαξ. <i>ynče</i>].
}}
}}