παραστέλλω: Difference between revisions

31
(6_3)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστέλλω''': [[συστέλλω]], ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) [[ἐμποδίζω]], «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) [[μετὰ]] γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.
|lstext='''παραστέλλω''': [[συστέλλω]], ἐπὶ ἱστίου, Ἡλιόδ. 10. 28· τὴν γαστέρα Γαλην. 2) [[ἐμποδίζω]], «σταματῶ», Ἱππ. 1157C. 3) [[μετὰ]] γεν., ἀφαιρῶ, ἀποστερῶ, τοῦ ζῆν, τῆς ἠγεμονίας Εὐστ. Πονημάτ. 280, 20, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />(με γεν.) [[αφαιρώ]], [[αποστερώ]] («[[παραστέλλω]] τοῡ ζῆν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παραπέτασμα]]) [[σύρω]], [[τραβώ]], [[τοποθετώ]] στα [[πλάγια]] («τὸ [[καταπέτασμα]] μικρὸν παραστείλασαι», Ηλιόδ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]], [[συσφίγγω]] («[[παραστέλλω]] τοὺς μῡς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[ελαττώνω]] μιαν [[εξοίδηση]], ένα [[πρήξιμο]]<br /><b>4.</b> [[εμποδίζω]], [[σταματώ]].
}}
}}