πορφυρόπεζα: Difference between revisions

33
(6_10)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠρόπεζα''': ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.
|lstext='''πορφῠρόπεζα''': ἡ, ἔχουσα πορφυρᾶν τὴν ἄκραν, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 66.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που έχει πορφυρή [[ταινία]] στον ποδόγυρο του φορέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αργυρό</i>-<i>πεζα</i>)].
}}
}}