ὀδαξησμός: Difference between revisions

28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />démangeaison, cuisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδαξάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />démangeaison, cuisson.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδαξάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀδαξησμός]] και [[ὀδαξισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ερεθισμός]] του δέρματος ο [[οποίος]] προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε [[διαταραχή]] της λειτουργίας τών νεύρων, [[χωρίς]] να υπάρχει [[εμφανής]] δερματική [[βλάβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[αισθάνομαι]] κνησμό», [[κατά]] τα ουσ. σε -(<i>ι</i>)<i>σμός</i> από ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναυαγ</i>-<i>ησμός</i>)].
}}
}}