3,274,921
edits
(6_11) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀθονιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς [[ὀθόνιον]] ἀνήκων, Γλωσσ. | |lstext='''ὀθονιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς [[ὀθόνιον]] ἀνήκων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀθονιακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀθονιακός]]<br />ο [[έμπορος]] υφασμάτων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀθονιακόν</i><br />[[φόρος]] που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀθόνη]] / [[ὀθόνιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ιακός]])]. | |||
}} | }} |