οἰκητικός: Difference between revisions

28
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκητικός''': -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος εἰς σταθερὰν κατοικίαν, τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰκ. τὰ δὲ ἄοικα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27.
|lstext='''οἰκητικός''': -ή, -όν, ὁ εἰθισμένος εἰς σταθερὰν κατοικίαν, τῶν ζῴων τὰ μὲν οἰκ. τὰ δὲ ἄοικα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκητικός]], -ή, -όν (Α) [[οικητής]]<br /><b>1.</b> (σχετικά με ζώα) αυτός που [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε μόνιμη [[διαμονή]], σε σταθερή [[κατοικία]], [[κατοικίδιος]] («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[τόπος]] διαμονής ή αυτός που [[είναι]] [[κατοικήσιμος]], [[κατάλληλος]] για [[διαμονή]].
}}
}}