οἰκοφόρος: Difference between revisions

28
(6_4)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοφόρος''': oν, ὁ φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὸν οἶκον, οἰκοφόρα ἔθνη Σκύμν. Ἀποσπ. 115, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, - quorum plaustra vagas rite trahunt domos.
|lstext='''οἰκοφόρος''': oν, ὁ φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὸν οἶκον, οἰκοφόρα ἔθνη Σκύμν. Ἀποσπ. 115, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, - quorum plaustra vagas rite trahunt domos.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκοφόρος]], -ον (Α)<br />(για τους [[Σκύθες]]) αυτός που μεταφέρει [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}