οἰστρήεις: Difference between revisions

28
(6_8)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰστρήεις''': εσσα, εν, ὁ εἰς μανίαν κεντηθείς, Ὀππ. Κυν. 2. 423, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 13.
|lstext='''οἰστρήεις''': εσσα, εν, ὁ εἰς μανίαν κεντηθείς, Ὀππ. Κυν. 2. 423, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰστρήεις]], -εσσα, -ῆεν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[μανία]]<br /><b>2.</b> αυτός που καθίσταται [[μανιώδης]] από [[δήγμα]] οίστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ονειρ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}