οἰκτρόβιος: Difference between revisions

28
(6_17)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκτρόβιος''': -ον, ὁ διάγων βίον οἰκτρόν, οἴκτου ἄξιον, Παῦλ. Ἀλεξ. 4, Τζέτζ, εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13. Gaisf.
|lstext='''οἰκτρόβιος''': -ον, ὁ διάγων βίον οἰκτρόν, οἴκτου ἄξιον, Παῦλ. Ἀλεξ. 4, Τζέτζ, εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13. Gaisf.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκτρόβιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που διάγει άθλιο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιτό</i>-<i>βιος</i>, <i>μακρό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}