ὀλούφω: Difference between revisions

28
(6_23)
(28)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλούφω''': λέγεται ὁτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[ὀλόπτω]], «ὀλούφειν: τίλλειν καὶ κατασπᾶν· [[οἷον]] [[ὀλοσφύζειν]]» (κῶδ. ὀλοσφίζειν) Φώτ., Ἡσύχ.
|lstext='''ὀλούφω''': λέγεται ὁτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[ὀλόπτω]], «ὀλούφειν: τίλλειν καὶ κατασπᾶν· [[οἷον]] [[ὀλοσφύζειν]]» (κῶδ. ὀλοσφίζειν) Φώτ., Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλούφω]] (Α)<br />[[ὀλόπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[ὀλόπτω]] δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ὀλούφω]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leubh</i>- «[[ξεφλουδίζω]], [[αποσπώ]], [[γυμνώνω]]» και να συνδεθεί με λατ. <i>liber</i> «[[φλοιός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>luber</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lubhros</i>), ρωσ. <i>lub</i> «[[φλοιός]]», αρχ. ιρλδ. <i>luib</i> «[[χλόη]]»].
}}
}}