3,274,921
edits
(6_23) |
(28) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλούφω''': λέγεται ὁτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[ὀλόπτω]], «ὀλούφειν: τίλλειν καὶ κατασπᾶν· [[οἷον]] [[ὀλοσφύζειν]]» (κῶδ. ὀλοσφίζειν) Φώτ., Ἡσύχ. | |lstext='''ὀλούφω''': λέγεται ὁτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[ὀλόπτω]], «ὀλούφειν: τίλλειν καὶ κατασπᾶν· [[οἷον]] [[ὀλοσφύζειν]]» (κῶδ. ὀλοσφίζειν) Φώτ., Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλούφω]] (Α)<br />[[ὀλόπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[ὀλόπτω]] δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ὀλούφω]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leubh</i>- «[[ξεφλουδίζω]], [[αποσπώ]], [[γυμνώνω]]» και να συνδεθεί με λατ. <i>liber</i> «[[φλοιός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>luber</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lubhros</i>), ρωσ. <i>lub</i> «[[φλοιός]]», αρχ. ιρλδ. <i>luib</i> «[[χλόη]]»]. | |||
}} | }} |