3,258,319
edits
(6_17) |
(28) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόφωτος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] φωτός, ὁ ἔχων ὅλον του τὸ φῶς, Εὐμάθ. 11. 11. | |lstext='''ὁλόφωτος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] φωτός, ὁ ἔχων ὅλον του τὸ φῶς, Εὐμάθ. 11. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ὁλόφωτος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] φως, [[κατάφωτος]], καταφωτισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ολόφωτο</i><br /><b>φυσ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] που όλο το φως της συλλέγεται με φακούς και κατευθύνεται με ανακλαστήρες [[προς]] ορισμένη [[κατεύθυνση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολόφωτα</i><br />με πολύ φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>φωτος</i>)]. | |||
}} | }} |