ὁλόφωτος: Difference between revisions

28
(6_17)
(28)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλόφωτος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] φωτός, ὁ ἔχων ὅλον του τὸ φῶς, Εὐμάθ. 11. 11.
|lstext='''ὁλόφωτος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] φωτός, ὁ ἔχων ὅλον του τὸ φῶς, Εὐμάθ. 11. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ὁλόφωτος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] φως, [[κατάφωτος]], καταφωτισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ολόφωτο</i><br /><b>φυσ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] που όλο το φως της συλλέγεται με φακούς και κατευθύνεται με ανακλαστήρες [[προς]] ορισμένη [[κατεύθυνση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολόφωτα</i><br />με πολύ φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>φωτος</i>)].
}}
}}