ὀμματοποιός: Difference between revisions

28
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμμᾰτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.
|lstext='''ὀμμᾰτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμματοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}