ὁμηρικός: Difference between revisions

28
(13_1)
 
(28)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0331.png Seite 331]] homerisch. – Bei Crates gramm. ep. (XI, 218) mit Anspielung auf das obscöne διαμηρίζειν, vgl. Jacobs dazu.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0331.png Seite 331]] homerisch. – Bei Crates gramm. ep. (XI, 218) mit Anspielung auf das obscöne διαμηρίζειν, vgl. Jacobs dazu.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὁμηρικός]], -ή, -όν) [[Όμηρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη»)<br /><b>2.</b> αυτός που απαντά στην [[ποίηση]] του Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο του Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων... παρὰ τὰς ὁμηρικὰς ἀποφάσεις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ομηρικά έπη» — τα έπη της <i>Ιλιάδας</i> και της <i>Οδύσσειας</i> τα οποία αποδίδονται στον Όμηρο, που έζησε [[πιθανώς]] τον 8ο π.Χ. αιώνα, και τα οποία αναφέρονται σε «κλέα [[ανδρών]]» οι οποίοι έζησαν και έδρασαν [[κατά]] τον τρωικό πόλεμο [[αλλά]] και [[μετά]] από αυτόν<br />β) «ομηρικοί ύμνοι»<br /><b>34.</b> ποιήματα τα οποία είχαν συντεθεί [[προς]] τιμήν του Πυθίου και του Δηλίου Απόλλωνος, του Ερμού, της Αφροδίτης και της Δήμητρος και που αποτελούσαν προοίμια με τα οποία οι ραψωδοί άρχιζαν την [[απαγγελία]] τών ομηρικών επών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ομηρικό [[ζήτημα]]» ή «ομηρικό [[πρόβλημα]]»<br />i) φιλολογικό [[πρόβλημα]] που αφορά την [[καταγωγή]] τών ομηρικών επών, [[δηλαδή]] αν πραγματικά ήταν έργα του Ομήρου, και με τον τρόπο της σύνθεσής τους, [[δηλαδή]] αν αποτελούν αυτοτελή έργα ή [[συρραφή]] πολλών μικρότερων έργων από έναν ή περισσότερους ποιητές<br />ii) <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[θορυβώδης]] και ατέλειωτη [[συζήτηση]]<br />β) «[[ομηρικός]] [[γέλως]]» — θορυβώδες και παρατεταμένο [[γέλιο]], όπως [[κατά]] τον ποιητή της <i>Ιλιάδας</i> ήταν και, το [[γέλιο]] τών θεών για τα παθήματα του Ηφαίστου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αισχρή σημ.) αυτός που συνουσιάζεται [[παρά]] φύσιν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμηρικόν</i><br />[[είδος]] ενδυμασίας<br /><b>3.</b> (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) <i>ὁμηρικώτερον</i><br />με τρόπο που μοιάζει περισσότερο με τον τρόπο του Ομήρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμηρικώς</i> (Α)<br />[[κατά]] τον τρόπο του Ομήρου.
}}
}}