ὁμόκληρος: Difference between revisions

28
(6_6)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόκληρος''': Δωρ. -κλᾱρος, ον· ὁ ἔχων ἴσον [[μερίδιον]]· [[κυρίως]] ἐπὶ κληρονομίας, [[συγκληρονόμος]], Λατ. consors, Πινδ. Ο. 2. 89, Ν. 9. 11.
|lstext='''ὁμόκληρος''': Δωρ. -κλᾱρος, ον· ὁ ἔχων ἴσον [[μερίδιον]]· [[κυρίως]] ἐπὶ κληρονομίας, [[συγκληρονόμος]], Λατ. consors, Πινδ. Ο. 2. 89, Ν. 9. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόκληρος]] και δωρ. τ. [[ὁμόκλαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο [[μερίδιο]] σε [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομεί [[κάτι]] σε ίση [[μοίρα]] [[μαζί]] με άλλους, [[συγκληρονόμος]] («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κληρος</i>)].
}}
}}