ὁμόναος: Difference between revisions

28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόνᾱος''': -ον, ὁ ἔχων κοινὸν μετ’ ἄλλου ναὸν, ἐπὶ Θεῶν, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ὁμοβώμιος]].
|lstext='''ὁμόνᾱος''': -ον, ὁ ἔχων κοινὸν μετ’ ἄλλου ναὸν, ἐπὶ Θεῶν, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ὁμοβώμιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόναος]], -ον (Α)<br />(για θεούς) αυτός που έχει κοινό ναό [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναός]].
}}
}}