3,277,002
edits
(6_11) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνάγρῐνος''': -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 56. | |lstext='''ὀνάγρῐνος''': -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνάγρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όναγρος]]<br />([[ιδίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]], τὸ νῡν ὀνάγρινον», <b>[[Πολυδ]].</b>). | |||
}} | }} |