ὀξύζωμος: Difference between revisions

29
(6_17)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύζωμος''': -ον, κεκαρυκευμένος δι᾿ ὀξέος ἐμβάμματος, «μὲ ξινὴν σάλτσαν», oxyzomus, a, um, Apicius 6. 9 § 241.
|lstext='''ὀξύζωμος''': -ον, κεκαρυκευμένος δι᾿ ὀξέος ἐμβάμματος, «μὲ ξινὴν σάλτσαν», oxyzomus, a, um, Apicius 6. 9 § 241.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξύζωμος]], -ον (Α)<br />καρυκευμένος με ξινή [[σάλτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζωμός]].
}}
}}