ὀξύφθογγος: Difference between revisions

29
(6_19)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύφθογγος''': ον,= [[ὀξύφωνος]], Ἀθήν. 633F, Ἀνθολ. Π. 6. 51.
|lstext='''ὀξύφθογγος''': ον,= [[ὀξύφωνος]], Ἀθήν. 633F, Ἀνθολ. Π. 6. 51.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξύφθογγος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, [[οξύφωνος]] («ὀξύφθογγον [[εἶναι]] μουσικὸν [[ὄργανον]] τὴν σαμβύκην», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>φθογγος</i>)].
}}
}}