ὀξυωπίας: Difference between revisions

29
(6_19)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξυωπίας''': -ου, ὁ, ὁ [[ὀξέως]] ὁρῶν, [[ὀξυδερκής]], [[Πολυδ]]. Β΄, 51.
|lstext='''ὀξυωπίας''': -ου, ὁ, ὁ [[ὀξέως]] ὁρῶν, [[ὀξυδερκής]], [[Πολυδ]]. Β΄, 51.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυωπίας]], -ου, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει δυνατή όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξυωπός]] / [[ὀξυωπής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυωπ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}