ὀπισθόκομος: Difference between revisions

29
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθόκομος''': -ον, ὁ [[ὄπισθεν]] κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν κόμην [[ὄπισθεν]], Νόνν. Δ. 13. 420.
|lstext='''ὀπισθόκομος''': -ον, ὁ [[ὄπισθεν]] κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν κόμην [[ὄπισθεν]], Νόνν. Δ. 13. 420.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀπισθόκομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οπισθόκομος]]<br /><b>ζωολ.</b> το μοναδικό [[γένος]] εξωτικών πτηνών της οικογένειας cuculidae της Νότιας Αμερικής<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά ριγμένα [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>opisthocome</i>].
}}
}}