3,258,334
edits
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπωροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ [[ὀπωρώνης]], ἦτο ἡ Ἀττικὴ [[λέξις]], «[[ὀπωροπώλης]] τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι [[ὀπωρώνης]], ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν. | |lstext='''ὀπωροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ [[ὀπωρώνης]], ἦτο ἡ Ἀττικὴ [[λέξις]], «[[ὀπωροπώλης]] τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι [[ὀπωρώνης]], ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀπωροπώλης]], Α θηλ. [[ὀπωρόπωλις]], -ιδος)<br />αυτός που πουλά οπώρες, [[μανάβης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]]. | |||
}} | }} |