ὀρεωκόμος: Difference between revisions

29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui soigne les mulets, muletier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui soigne les mulets, muletier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρεωκόμος]] και ὀρειοκόμος και [[ὀρεοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εκτρέφει ημιόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]], -έως «[[ημίονος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>. Το θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] της γεν. <i>ὀρέως</i>. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. <i>ὀρειοκόμος</i> [[είναι]] πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού <i>ὀρη</i>(<i>F</i>)<i>οκόμος</i>].
}}
}}