ὀρνεόβρωτος: Difference between revisions

29
(6_18)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων καταβρωθείς, Ἰω. Χρυσ., Σουΐδ. ἐν λ. [[οἰωνόβρωτος]].
|lstext='''ὀρνεόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων καταβρωθείς, Ἰω. Χρυσ., Σουΐδ. ἐν λ. [[οἰωνόβρωτος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεόβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> [[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θηριό</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
}}