ὀρύζιον: Difference between revisions

29
(6_22)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρύζιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρυζα]], Achmes Ὀνειροκρ. 210, Α. Β. 794. 19.
|lstext='''ὀρύζιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρυζα]], Achmes Ὀνειροκρ. 210, Α. Β. 794. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρύζιον]], τὸ (ΑΜ) [[όρυζα]]<br />υποκορ. του <i>όρυζα</i>, [[χωρίς]] υποκορ. [[σημασία]], το [[ρύζι]].
}}
}}