ὁριστής: Difference between revisions

29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui établit des règles.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui établit des règles.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁριστής]], ὁ (ΑΜ) [[ορίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηγεμόνας]], [[διοικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καθορίζει τα όρια, τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>οἱ ὁρισταί</i><br />υπάλληλοι εντεταλμένοι από την [[πολιτεία]] για τον καθορισμό τών συνόρων στα [[δημόσια]] ή ιδιωτικά κτήματα<br /><b>3.</b> αυτός που παίρνει αποφάσεις και διατάζει («τῶν δ' ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῡντες ὁρισταὶ τοῑς ἥττοσι γίνονται», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}