παλίμπλυτος: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lave pour refaire, <i>càd, fig.</i> plagiaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλύνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui lave pour refaire, <i>càd, fig.</i> plagiaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίμπλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλύθηκε εκ νέου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πλυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]])].
}}
}}