παλίνδρομος: Difference between revisions

30
(SL_2)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[παλίνδρομος]] ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
|sltr=[[παλίνδρομος]] ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[παλίνδρομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κινείται [[εναλλάξ]] [[προς]] δύο αντίθετες κατευθύνσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παλίνδρομη [[κύηση]]»<br /><b>ιατρ.</b> η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη [[μήτρα]] [[υποστροφή]] της κύησης, η οποία καταλήγει σε [[αποβολή]]<br />β) «παλίνδρομο [[νεύρο]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[κάτω]] λαρυγγικό [[νεύρο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει [[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επανέρχεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβέβαιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλινδρόμως</i> (Μ)<br />(σχετικά με [[πορεία]]) [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
}}
}}