παναληθής: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
|btext=ής, ές :<br />tout à fait véridique.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἀληθής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παναληθής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[πραγματικός]] («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναληθῶς</i> (Α)<br />αληθέστατα, [[ολωσδιόλου]] αληθινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀληθής]].
}}
}}