πανδημία: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />peuple entier ; <i>adv.</i> • πανδημίᾳ ESCHL <i>c.</i> [[πανδημεί]].<br />'''Étymologie:''' [[πάνδημος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />peuple entier ; <i>adv.</i> • πανδημίᾳ ESCHL <i>c.</i> [[πανδημεί]].<br />'''Étymologie:''' [[πάνδημος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[πάνδημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδημία]] που εξαπλώνεται [[γρήγορα]] και προσβάλλει [[ολόκληρο]] τον πληθυσμό μιας χώρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ολόκληρος]] ο [[λαός]] της πόλεως<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>πανδημίᾳ</i><br />[[πανδημεί]], όλοι [[μαζί]].
}}
}}