παξαμᾶς: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶ (ὁ) :<br />biscotte, biscuit.<br />'''Étymologie:''' Πάξαμος, cuisinier et pâtissier.
|btext=ᾶ (ὁ) :<br />biscotte, biscuit.<br />'''Étymologie:''' Πάξαμος, cuisinier et pâtissier.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[διπυρίτης]] [[άρτος]], [[ψωμί]] που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[παξιμάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα του Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής του 1ου μ.Χ. αιώνα].
}}
}}