παντοπώλης: Difference between revisions

30
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντοπώλης''': -ου, ὁ, ([[πωλέω]]) ὁ πωλῶν παντὸς εἴδους πράγματα, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 10· - θηλ. [[παντόπωλις]], ιδος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 155, 42. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
|lstext='''παντοπώλης''': -ου, ὁ, ([[πωλέω]]) ὁ πωλῶν παντὸς εἴδους πράγματα, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 10· - θηλ. [[παντόπωλις]], ιδος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 155, 42. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[παντοπώλις]] και παντοπώλισσα / Α και [[πανταπώλης]], θηλ. [[παντόπωλις]], -ιδος, ΝΜΑ<br />αυτός που πωλεί [[κάθε]] είδους πράγματα, [[ιδίως]] τρόφιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μυρο</i>-[[πώλης]].
}}
}}