παραβλάπτω: Difference between revisions

30
(6_1)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραβλάπτω''': [[βλάπτω]] ἐμμέσως, [[ἐπιφέρω]] βλάβην, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2, Γάλην.
|lstext='''παραβλάπτω''': [[βλάπτω]] ἐμμέσως, [[ἐπιφέρω]] βλάβην, Ξεν. Ἐφέσ. 4. 2, Γάλην.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιφέρω]] [[βλάβη]], [[ζημιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[βλάπτω]] με έμμεσο τρόπο<br /><b>2.</b> [[συντελώ]] στο να επέλθει [[βλάβη]]<br /><b>3.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]].
}}
}}