πάπυρος: Difference between revisions

1,654 bytes added ,  29 September 2017
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> papyrus;<br /><b>2</b> objet (corde) fait en papyrus.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. plausible.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> papyrus;<br /><b>2</b> objet (corde) fait en papyrus.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. plausible.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πάπυρος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το υδροχαρές [[φυτό]] Cyperus papyrus, γνωστότερο [[σήμερα]] [[είδος]] του γένους [[κύπερος]], από τις λωρίδες του στελέχους του οποίου κατασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι την ομώνυμη γραφική ύλη και το οποίο ήταν αρχικά ιθαγενές της βόρειας και τροπικής Αφρικής, όπου υπήρχε αυτοφυές σε [[αφθονία]] [[κατά]] [[μήκος]] της όχθης τών ποταμών, εξαπλώθηκε όμως σε όλη την [[περιοχή]] της Μεσογείου και στη νοτιοδυτική Ασία<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που κατασκευάζεται από το [[φυτό]] αυτό («ἐκ παπύρου καὶ κόλλης [[χάρτης]] κατασκευασθείς», Νείλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] [[κείμενο]] γραμμένο σε «[[χαρτί]]» παρασκευασμένο από το [[φυτό]] αυτό<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ρίζα]] του φυτού [[αυτού]], την οποία χρησιμοποιούσαν ως [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ., [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], αιγυπτιακής προέλευσης, πιθ. από την αιγυπτ. φρ. <i>pa</i>-<i>p</i>-<i>ouro</i> «[[βασιλικός]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[βύβλος]])].
}}
}}