παρακρέμαμαι: Difference between revisions

31
(6_20)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακρέμαμαι''': Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.
|lstext='''παρακρέμαμαι''': Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτώμαι από [[κάτι]] («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρέμαμαι]]].
}}
}}