παρακοπτικός: Difference between revisions

31
(6_11)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακοπτικός''': -ή, -όν, μαινόμενος, [[μαντώδης]], Γαλην. τ. 19, σ. 415, 7, ἔκδ. Kühn.
|lstext='''παρακοπτικός''': -ή, -όν, μαινόμενος, [[μαντώδης]], Γαλην. τ. 19, σ. 415, 7, ἔκδ. Kühn.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακόπτω]]<br /><b>1.</b> [[μανιώδης]], [[παράφρων]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί [[μανία]], [[τρέλα]] ή [[άνοια]].
}}
}}