παραληπτός: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παραλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[εφαρμογή]], [[εφαρμόσιμος]] («οὐκ [[ἄλλου]] τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}