παρασκεύασμα: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />préparatif, exercice.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />préparatif, exercice.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ [[παρασκευάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας του [[παρασκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ιστολ.)</b> διατηρημένο [[τμήμα]] του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για [[παρατήρηση]] και [[διδασκαλία]] [[καθώς]] και [[κάθε]] βιολογικό [[δείγμα]] προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για [[εξέταση]] στο [[μικροσκόπιο]]<br /><b>2.</b> <b>(μικρβλ.)</b> η [[εξάπλωση]] μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο [[χρωματισμός]] και η [[σταθεροποίηση]] τών μικροβίων για να εξεταστούν στο [[μικροσκόπιο]]<br /><b>3.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[μίγμα]] φαρμάκων έτοιμο για [[χρήση]].
}}
}}