παρεμμαίνομαι: Difference between revisions

31
(6_20)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεμμαίνομαι''': Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.
|lstext='''παρεμμαίνομαι''': Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[εμμαίνομαι]]<br />κατέχομαι [[κάπως]] από [[μανία]].
}}
}}