παρερμηνεύω: Difference between revisions

31
(6_2)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρερμηνεύω''': [[ἐσφαλμένως]], κακῶς [[ἑρμηνεύω]], τὸν ποιητὴν Στράβ. 303·-παρερμήνευμα, τό, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 886C: - παρερμηνευταί, οἱ, οἱ παρερμηνεύοντες, αἵρεσίς τις Χριστιανική, Ἐκκλ.
|lstext='''παρερμηνεύω''': [[ἐσφαλμένως]], κακῶς [[ἑρμηνεύω]], τὸν ποιητὴν Στράβ. 303·-παρερμήνευμα, τό, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 886C: - παρερμηνευταί, οἱ, οἱ παρερμηνεύοντες, αἵρεσίς τις Χριστιανική, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[ερμηνεύω]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρανοώ]], [[παρεξηγώ]] (α. «παρερμήνευσες τα όσα [[είπα]]» β. «παρερμηνεύειν τὸν ποιητήν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}