3,277,119
edits
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεκτικός''': ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929. | |lstext='''παρεκτικός''': ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει [[κάτι]], ο [[παραίτιος]] (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόδωρος]], [[κουβαρντάς]], [[ελευθέριος]]. | |||
}} | }} |