παρυφίστημι: Difference between revisions

31
(6_12)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρυφίστημι''': ἵστημί τι παραπλεύρως, πλησίον·―πρκμ. παρυφέστηκα, [[ἕστηκα]] [[παρά]], παρυφέστηκε δὲ τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλόν τι Ρήτορες (Walz) 4. 21. II. προσθέτω ὡς [[μέρος]] οὐσίας τινός, Ψελλ. ― Παθ., [[ὑπάρχω]] ὡς ἐξηρτημένος ἐκ τινος, τινι Διογ. Λ. 9. 105, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 205, π. Μ. 8. 13.
|lstext='''παρυφίστημι''': ἵστημί τι παραπλεύρως, πλησίον·―πρκμ. παρυφέστηκα, [[ἕστηκα]] [[παρά]], παρυφέστηκε δὲ τῇ χρηστῇ παρασκευῇ εἴδωλόν τι Ρήτορες (Walz) 4. 21. II. προσθέτω ὡς [[μέρος]] οὐσίας τινός, Ψελλ. ― Παθ., [[ὑπάρχω]] ὡς ἐξηρτημένος ἐκ τινος, τινι Διογ. Λ. 9. 105, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 205, π. Μ. 8. 13.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[υφίστημι]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή σε [[αντιδιαστολή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] (τῆ γὰρ ἀληθείᾳ παρυφίστησιν ἀεὶ τὴν ἀπάτην ὁ [[διάβολος]], Ιω. Χρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρυφίσταμαι</i><br />[[υπάρχω]] εξαρτημένος από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ παρυφιστάμενα τοῑς φαινομένοις ἄδηλα», Πλωτίν.)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> παράγομαι («τὰ παρυφιστανόμενα ἐκ τῶν ῥημάτων» — τα παράγωγα τών ρημάτων, <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ παρυφιστάμενον</i><br />οι στερεές ουσίες που υπάρχουν στα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρυφιστάμενος [[φόβος]]» — [[ενστικτώδης]] [[φόβος]].
}}
}}