παυσίμαχος: Difference between revisions

31
(6_18)
(31)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παυσίμᾰχος''': -ον, ὁ καταπαύων τὴν μάχην, Συλλ. Ἐπιγρ. 666 (Προσθῆκ.).
|lstext='''παυσίμᾰχος''': -ον, ὁ καταπαύων τὴν μάχην, Συλλ. Ἐπιγρ. 666 (Προσθῆκ.).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που καταπαύει τη [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυσί</i>-<i>μαχος</i>].
}}
}}